Τις περισσότερες φορές, όταν συζητάμε για πόλεις,
τείνουμε να τις φανταζόμαστε ως επίπεδα συμπλέγματα
κτιρίων, οδών και δικτύων, που εκτείνονται σε μια
δισδιάστατη επιφάνεια, το λεγόμενο
αστικό ιστό. Ξεχνάμε συνήθως ότι ο
αστικός αυτός ιστός απλώνεται και σε μια
τρίτη διάσταση, το ύψος. Και η κάθετη
αυτή διάσταση των πόλεων, σε συνδυασμό με το γεγονός
της συνήθους αγνόησης της από μέρους μας, έχει μερικά
πολύ ενδιαφέροντα «παραπροϊόντα» όσον αφορά την
αίσθηση μας περί «αστικού χώρου». Γιατί
θα μπορούσαν, για παράδειγμα, δύο
άνθρωποι να βρίσκονται ταυτόχρονα στο
ίδιο ακριβώς σημείο του χάρτη μιας πόλης, δίχως
ποτέ να συναντηθούν μεταξύ τους. Οι αστικοί χάρτες,
βλέπετε, αγνοούν τη διάσταση του ύψους.
Είναι γοητευτικό το να αναλογιστεί κανείς ότι λίγο
πιο πάνω από τους πολύβουους δρόμους της Αθήνας
εκτείνεται μια άλλη, σχεδόν έρημη και αχρονική πόλη.
Υψίπεδα, διαχωριζόμενα από ενδιάμεσα
χάσματα εκτείνονται σε όλη της την
έκταση, ενώ τα καιρικά φαινόμενα, ο Ήλιος
η βροχή, το χιόνι, επιδρούν ανεμπόδιστα
στην εκτεθειμένη και κατακερματισμένη της επιφάνεια.
Τι κι αν τα υψίπεδα αυτά τα λέμε ταράτσες, τι κι
αν τα χάσματα είναι τα ενδιάμεσα τους κενά, η πόλη
αυτή είναι εξ' ίσου υλική και υπαρκτή με
την πόλη που περπατάμε καθημερινά. 'Α,
και μη νομίζετε πως και εκεί δεν υπάρχουν
περάσματα, πλατείες, στέκια, ακόμη και
λιγοστοί κάτοικοι. Υπάρχουν και παραϋπάρχουν,
και ίσως κάποτε σταθούμε και δούμε κάτι απ' ολ'
αυτά.
Όμως, βαθιά στα ανθρώπινα ένστικτα, πολύ πιο βαθιά
από το «πάνω», απηχεί η αίσθηση του «κάτω». Το γιατί
συμβαίνει αυτό θα απαιτούσε μια ολόκληρη
ανάλυση, αμφίβολης χρησιμότητας και
βαρετής μάλλον υφής. Όλοι το νιώθουμε και
δεν υπάρχει λόγος στο σημείο αυτό να
υπερθεματίσουμε. Γεγονός είναι πως εμάς
τους ανθρώπους μας αγγίζει και μας ενδιαφέρει πολύ
περισσότερο το τι συμβαίνει κάτω από τα πόδια μας
παρά το τι διαδραματίζεται πάνω από τα κεφάλια μας.
Ίσως αυτός να είναι και ο λόγος που πιο
πολύ διαμαρτυρόμαστε για τις λακκούβες
των πεζοδρομίων μας παρά για το ότι η
ατμοσφαιρική ρύπανση και η φωταγώγηση των
πόλεων επιτρέπουν πλέον σε ελάχιστα άστρα να γίνονται
ορατά απ' αυτές.
Όπως και να 'χει, ναι, υπάρχει και μια υπόγεια
Αθήνα. Θαμμένη και σιωπηλή κάτω από τα πόδια μας,
ξεχασμένη αν και γεμάτη με αναμνήσεις, υπάρχει.
Υπάρχουν και υπόγεια περάσματα. Ξεχασμένα κι
αυτά, φραγμένα σε πολλά τους σημεία, αλλά
υπάρχουν. Για την ακρίβεια, υπάρχουν
πολλών ειδών «περάσματα» στην Αθήνα. Και
μπορεί η σελίδα αυτή του site να αφορά
κυρίως κάποια άλλα, πολύ πιο παράξενα και
σημαντικά «περάσματα», θα ήταν όμως χρήσιμο στο
σημείο αυτό να ανοίξουμε μια μεγάλη παρένθεση και
να δούμε κάποια από τα εντελώς υλικά και «χειροπιαστά»
υπόγεια περάσματα. 'Αλλωστε, τελικά τα
περάσματα όλων των ειδών είναι πάνω απ'
όλα «περάσματα», και σαν τέτοια έχουν την
χρησιμότητα να οδηγούν και σε
συμ-περάσματα, υπόγεια ή μη.
Ας μιλήσουμε, λοιπόν, για τις περίφημες, σχεδόν μυθικές, υπόγειες στοές της Αθήνας.
Το πρώτο πράγμα που προξενεί εντύπωση σε σχέση
με αυτές είναι το γεγονός πως, με την εξαίρεση ίσως
του θέματος της Πεντέλης, οι υπόγειες στοές της
Αθήνας έχουν «κακοποιηθεί» όσο κανένα άλλο
θέμα έρευνας στην Ελλάδα. Η οργιάζουσα
φαντασία, η διάθεση για επινόηση και
παραγωγή «μυστηρίων», η συνειδητή
εμπορευματοποίηση και εξαπάτηση από πλευράς ορισμένων
σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση της αφέλειας και
της άγνοιας των πολλών, αλλά και η πρόθεση για
αποκόμιση χρηματικού κέρδους από ένα θέμα
που «τραβάει», έχουν οδηγήσει την όλη
αυτή ιστορία πολύ πιο πέρα από τα όρια
της επικράτειας του φαιδρού. Και τι δεν
έχει ακουστεί, και τι δεν έχει γραφτεί, και τι δεν
έχει προβληθεί στην τηλεόραση σχετικά. Από εισόδους
προς την «κούφια Γη» μέχρι μυστηριώδεις
«υποχθόνιους» που σουλατσάρουν κάτω από
τα πόδια μας. Από εξαφανίσεις «ερευνητών»
μέχρι σκοτεινές αδελφότητες που ξημεροβραδιάζονται
στις ανήλιαγες στοές (γι' αυτό και είναι τόσο σκοτεινές
οι αδελφότητες αυτές). Από απέραντα
συμπλέγματα στοών που εκτείνονται
πανταχούθε μέχρι το «μυημένο ιερατείο»
που προσπαθεί να μας αποκρύψει την ύπαρξη
τους.
Ξέρετε, όμως, ποιο είναι το πιο εντυπωσιακό; Είναι
το γεγονός πως, παρά τον όλο αυτό ορυμαγδό αερολογίας,
κάτω από την Αθήνα εκτείνονται πράγματι
αρκετά χιλιόμετρα στοών.
Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν. Φορέστε αθλητικά παπούτσια,
πάρτε φακούς, μπαταρίες, φωτογραφική μηχανή και
πάμε. Τι, δεν τα έχετε εύκαιρα όλ' αυτά; Ούτε κι
εμείς τα είχαμε όταν -κάπου στα τέλη της
δεκαετίας του '80- ξεκινήσαμε τη
διερεύνηση του θέματος των υπόγειων στοών
της Αθήνας (εδώ που τα λέμε, ούτε και
πολύ μυαλό είχαμε εύκαιρο τότε). Είναι λοιπόν
απορίας ανάξιο το γεγονός πως, παρότι την εποχή
εκείνη καταφέραμε να περπατήσουμε και να συρθούμε
σε κάμποσες στοές, υποστοές και στοΐδια των Αθηνών,
ελάχιστες φωτογραφίες από τις σχετικές
μας εξερευνήσεις είχαμε μεριμνήσει να
τραβήξουμε (δεν υπήρχαν, βλέπετε, και οι
βολικές ψηφιακές φωτογραφικές μηχανές).
Πλην αλλ' όμως, μην απογοητεύεστε. Όπως λέει και
η παροιμία, «των φρονίμων τα παιδιά ξέρουν κι άλλα
μονοπάτια». Πέρα από τις λιγοστές, παλιές
φωτογραφίες που εμείς είχαμε τραβήξει την
εποχή εκείνη, πρόσφατα ένας καλός φίλος
του site είχε την ευγενή καλοσύνη να
επικοινωνήσει μαζί μας και να μας προσφέρει αρκετές,
άριστης ποιότητας, δικές του φωτογραφίες από διάφορα
σχετικά σημεία, τα οποία είχαμε επισκεφτεί κατά
το παρελθόν. Και, παρότι εμείς θελήσαμε
να δημοσιεύσουμε το όνομα του μαζί με τις
φωτογραφίες που μας προσέφερε, παρά το
γεγονός ότι απειλήσαμε να αμολήσουμε «υποχθόνιους»
εναντίον του, εκείνος προτίμησε να κρατήσει την
ανωνυμία του, επιλέγοντας το ιντερνετικό ψευδώνυμο
"Cernavus" και θυμίζοντας μας τη γνωστή
παροιμία «στου κουφού την πόρτα το σαπούνι σου
χαλάς».
Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, την περιήγηση μας στις
στοές της Αθήνας κάπως ανάποδα. Αρχικά θα δούμε
μερικά από τα πιο πολυσυζητημένα σχετικά σημεία,
και έπειτα, στο τέλος αυτής της ενότητας, θα
μιλήσουμε συνολικότερα για το όλο θέμα.
Θα πρέπει να ήταν γύρω στο '87 με '88. Την εποχή
εκείνη είχαν φτάσει σ' εμάς κάποιες αόριστες φήμες,
σύμφωνα με τις οποίες, κάπου στο εσωτερικό του
οικοδομικού τετραγώνου που περικλείεται
από τις οδούς Ακαδημίας, Σόλωνος,
Ιπποκράτους και Μαυρομιχάλη, στο κέντρο
της Αθήνας, υπήρχε κρυμμένο ένα εκκλησίδιο. Σύμφωνα
πάντα με τις φήμες, η πρόσβαση σ' αυτό ήταν δύσκολη
και ελεγχόμενη, ενώ στον αέρα πλανιόταν η
πληροφορία πως στον μικρό του χώρο
συναθροίζονταν κατά καιρούς κάποιες
ακαθόριστες ομάδες ανθρώπων.
Αυτά έλεγαν οι φήμες. Εμείς, πάλι, είχαμε από καιρό
προσέξει το ασυνήθιστης αρχιτεκτονικής κτίριο με
πρόσοψη προς την οδό Ακαδημίας, το υπέρθυρο του
οποίου κοσμούσε την εποχή εκείνη ένας
περίτεχνος σιδερένιος δράκος. Αποφασίσαμε
να το ψάξουμε. Και το ψάξαμε. Το τι
υπάρχει εκεί θα το δούμε αμέσως παρακάτω,
πρώτα όμως μια διευκρίνηση: το θέμα του
κτιρίου της οδού Ακαδημίας 58α, στην πραγματικότητα,
δεν έχει καμία απολύτως σχέση με υπόγειες στοές
και υπόγεια περάσματα, με το θέμα δηλαδή της παρούσας
ενότητας. Ο λόγος που το συγκαταλέγουμε
σ' αυτήν είναι ότι στο συγκεκριμένο θέμα
έχει κατά το παρελθόν «δράσει» και
κάποιος «μυστικός ερευνητής». Όπως και με
τη σπηλιά της Πεντέλης, ο «μυστικός αυτός
ερευνητής» φρόντισε να «ανακαλύψει» εκεί ανύπαρκτες
καταπακτές, δημιουργώντας ανάμεσα σε διάφορα άλλα
φαιδρολογήματα και τη φήμη ότι το κτίριο αυτό
συνδέεται με τις υπόγειες στοές της
Αθήνας.
Ας αφήσουμε όμως επιτέλους τις φήμες και ας δούμε περί τίνος πραγματικά πρόκειται.
Η είσοδος του κτιρίου της Ακαδημίας (Entrance)
οδηγεί σε ένα στενό και μακρύ διάδρομο, πλάτους
τριών και μήκους εικοσιπέντε περίπου μέτρων. Ο διάδρομος
αυτός κατέληγε παλαιότερα (η δίοδος έχει
πλέον φραχθεί με τούβλα) σε ένα μεγάλο
δωμάτιο (Room 1), το οποίο με τη σειρά
του συνδέεται με άλλα μικρότερα. Μέσω
ενός από τα δωμάτια αυτά (Room 2), το όλο σύμπλεγμα
επικοινωνεί προς τα αριστερά με το εσωτερικό του
κτιρίου που βρίσκεται στο νούμερο 8 της παρακείμενης
οδού Μαυρομιχάλη.
Στο τυλιγμένο με«γάζες», εγκαταλελειμμένο κτίριο
της Μαυρομιχάλη 8, φωλιάζουν πλέον πολυάριθμα περιστέρια.
Λίγο πριν το σημείο όπου ο μακρύς διάδρομος κατέληγε
στο μεγάλο δωμάτιο (Room 1), υπάρχει μια σκάλα που
οδηγεί προς τα πάνω.
Η σκάλα αυτή συνδέει το ισόγειο με τον, παρόμοιας κάτοψης, 1ο όροφο του κτιρίου.
Στο σημείο όμως αυτό, και πριν δούμε περισσότερα
πράγματα από το εσωτερικό του χώρου, ας κάνουμε
μια μικρή ιστορική αναδρομή, απαραίτητη ώστε τα
όσα θα ακολουθήσουν να γίνουν καλύτερα
κατανοητά.
Το διώροφο κτίριο της οδού Ακαδημίας αποτελεί ουσιαστικά
μια ειδικά διαμορφωμένη προέκταση του κύριου
οικήματος της Μαυρομιχάλη 8. Το τελευταίο
αποτελούσε την οικογενειακή κατοικία του
γνωστού Γερμανού αρχιτέκτονα Ερνέστου
Τσίλερ. Το είχε σχεδιάσει ο ίδιος, και το γεγονός
αυτό εξηγεί και τα -κάπως ασυνήθιστα για τη νεοκλασική
Αθήνα- αρχιτεκτονικά του γνωρίσματα. Λίγο μετά το
θάνατο του Τσίλερ το 1923, το κτίριο
αγοράστηκε από τον τραπεζίτη Διονύσιο Π.
Λοβέρδο (1878 - 1934), ο οποίος
εγκαταστάθηκε εκεί με την οικογένεια του.
Ο Δ. Λοβέρδος καταγόταν από παλιά Κεφαλλονίτικη
οικογένεια, αναγόμενη ως προς την εμφάνιση της στους
βυζαντινούς χρόνους. Σχετικά με την προέλευση του
επωνύμου "Λοβέρδος", υπάρχουν τρεις
βασικές εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη, το
επώνυμο αυτό προέρχεται από κάποιον
Aluardo, διατελέσαντα γραμματέα του
τελευταίου Λατίνου Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης,
ο οποίος εγκαταστάθηκε στην Κεφαλλονιά κατά τα τελευταία
έτη της ζωής του. Σύμφωνα με τη δεύτερη
εκδοχή, το επώνυμο προέρχεται από
παραφθορά της εθνικής ταυτότητας κάποιου
Λομβαρδού, ο οποίος υπηρέτησε στη
Βυζαντινή αυλή. Κατά την τρίτη τέλος εκδοχή,
το επώνυμο "Λοβέρδος" έλκει την καταγωγή
του από κάποιον Λομβαρδό υπήκοο, ο οποίος, καταδιωκόμενος
στη χώρα του λόγω της διεκδίκησης εκ μέρους του
τού βασιλικού στέμματος, κατέφυγε στην
Κεφαλλονιά, όπου παντρεύτηκε την κόρη του
τοπικού φεουδάρχη Ματσάκα και έγινε
γενάρχης της οικογένειας των Λοβέρδων.
Όποια, πάντως, κι αν ήταν η πραγματική προέλευση
του γένους των Λοβέρδων, η εμφάνιση του στην Κεφαλλονιά
χρονολογείται κατά τον 13ο αιώνα. Η οικογένεια
των Λοβέρδων ανέδειξε κατά καιρούς
πολλούς Ιεράρχες, αλλά και λοιπά
σημαίνοντα πρόσωπα. Μεταξύ άλλων,
αναφέρονται:
● Ο δον Γεράσιμος, χειροτονηθείς Αρχιεπίσκοπος
Κεφαλληνίας το 1450 (ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: ο
Γεράσιμος Λοβέρδος γεννήθηκε το 1390 και πέθανε
το 1510, απεβίωσε δηλαδή σε ηλικία 120 ετών!).
● Ο Νικηφόρος, Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1518 - 1526.
● Ο δον Σωφρόνιος (κοσμικό όνομα Σπυρίδων), Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1536 - 1550.
● Ο Φιλόθεος (κοσμικό όνομα Φίλιππος), Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας κατά τα έτη 1567 - 1580.
● Ο δον Αγάπιος, Αρχιεπίσκοπος Κεφαλληνίας το 1717.
(Για τα παραπάνω και για περισσότερες σχετικές
με το θέμα πληροφορίες: Νεότερο Εγκυκλοπαιδικό Λεξικό
"Ηλίου", τόμος 12, σελίδα 475)
Ο Διονύσιος Λοβέρδος, τώρα, συνιδρυτής μαζί με
τον αδελφό του Σπυρίδωνα Λοβέρδο και διοικητής ο
ίδιος της "Ιωνικής και Λαϊκής" Τράπεζας,
προφανώς λόγω και της εκκλησιαστικής κλίσης πολλών
από τους προγόνους του, ήταν ένθερμος
συλλέκτης Βυζαντινών εικόνων και λοιπών
έργων τέχνης. Μετασκεύασε λοιπόν τους δύο
ορόφους του κτιρίου της οδού Ακαδημίας
58α (Ακαδημίας 53α τα χρόνια εκείνα), το οποίο,
όπως είπαμε, επικοινωνούσε εσωτερικά με την κυρίως
οικία του στη Μαυρομιχάλη 8 (Μαυρομιχάλη 6 τότε
και οδός Παρθεναγωγείου παλαιότερα), σε ένα
μικρό, αλλά πολύ αξιόλογο ιδιωτικό
Μουσείο Νεοβυζαντινής Τέχνης. Στις
αίθουσες του τοποθέτησε τις 600 περίπου
εικόνες της ιδιωτικής του συλλογής, βασικό πυρήνα
της οποίας αποτελούσαν οι 200 πίνακες της συλλογής
του φιλολόγου Αλεξίου Κολυβά, οι οποίοι αγοράστηκαν
μετά το θάνατο του τελευταίου από τον Δ.
Λοβέρδο. Τα επίσημα εγκαίνια του Μουσείου
Λοβέρδου έγιναν τον Οκτώβριο του 1930,
κατά τη διάρκεια του τρίτου
βυζαντινολογικού συνεδρίου που διοργανώθηκε τις
μέρες εκείνες στην Αθήνα.Τη διαμόρφωση του παραρτήματος
αυτού της κυρίως οικίας σε Μουσείο επιμελήθηκε ο
αρχιτέκτονας Αριστοτέλης Ζάχος, μετέπειτα
αρχιτέκτονας και του Βυζαντινού Μουσείου.
Τον καθαρισμό, συντήρηση, και λοιπή
φροντίδα των εικόνων είχε αναλάβει ο ζωγράφος
Δημήτριος Πελεκάσης.
Βοηθούσης της οικονομικής ευχέρειας του Δ. Λοβέρδου,
ο όλος χώρος απέκτησε μια υποβλητική μεγαλοπρέπεια,
ενώ τα διάφορα εκθέματα και παραστάσεις,
σιωπηρά, αν και φορτωμένα με ιστορίες από
αλλοτινές εποχές, προσέδιδαν σ' αυτόν
μια έντονη αίσθηση θρησκευτικού
μυστικισμού. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και
στον παραπάνω κατάλογο εκθεμάτων του Μουσείου: «Προς
τούτοις κατεσκευάσθησαν μωσαϊκά δάπεδα και τρούλλοι
μετά ψηφιδωτών επίσης παραστάσεων κατά την
βυζαντιακήν τεχνοτροπίαν και άλλαι
διακοσμήσεις, δι' ων προσδίδεται εις το
Μουσείον τούτο βυζαντιακή όντως μεγαλοπρέπεια
και θρησκευτική μυστικοπάθεια.».
Σε αυτόν τον υποβλητικό, διακοσμημένο με ξυλόγλυπτα,
ψηφιδωτά και λοιπές παραστάσεις χώρο, ο Δ. Λοβέρδος
διοργάνωνε τακτικά εκθέσεις έργων τέχνης,
δεξιώσεις και λοιπές συναντήσεις με μέλη
της τότε «υψηλής κοινωνίας» των Αθηνών.Οι
αδελφοί Λοβέρδου διέθεταν αρκετές
τέτοιες γνωριμίες και διασυνδέσεις, όχι
μονάχα λόγω της μεγάλης τους οικονομικής ευρωστίας,
αλλά και λόγω των διαφόρων δωρεών και ευεργετημάτων
τους προς το Ελληνικό Δημόσιο. Ο δε Διονύσιος
Λοβέρδος φαίνεται ότι ήταν ένας άνθρωπος
με πολλά και όμορφα ενδιαφέροντα.
Το 1934, τέσσερα μόλις χρόνια μετά την ίδρυση του
Μουσείου του και σε ηλικία 56 ετών, ο Διονύσιος
Λοβέρδος απεβίωσε. Σύμφωνα με τα όσα ορίζονταν στη
διαθήκη του, η συλλογή του Μουσείου θα
περιέρχονταν στη σύζυγο του 'Αρτεμη και
τις κόρες του Μαρία και Ιωάννα, μετά δε
τον θάνατο αυτών, στο Ελληνικό Δημόσιο. Η
διαθήκη εκτελέστηκε πράγματι, όπως ακριβώς την
είχε ορίσει ο εκλιπών.
Το Μουσείο Λοβέρδου εξακολούθησε να υφίσταται και
μετά το θάνατο του ιδρυτή του, παρακμάζοντας όμως
σταδιακά και χάνοντας την αίγλη του. Μπροστά στην
κατάσταση αυτή, και με τα εκθέματα αλλά
και το χώρο του Μουσείου να βουλιάζουν
ολοένα και περισσότερο μέσα στη σκόνη, η
Ιωάννα Λοβέρδου-Βασιλειάδη, κόρη του Δ.
Λοβέρδου και πληρεξούσιος και των λοιπών
κληρονόμων, δώρισε το 1979 το κτίριο του Μουσείου
Λοβέρδου (Ακαδημίας 58α) μαζί με το κυρίως οίκημα
(Μαυρομιχάλη 8), καθώς και το μεγαλύτερο μέρος της
συλλογής του πατέρα της (470 πίνακες και ένα
ξυλόγλυπτο τέμπλο) στο Βυζαντινό
Μουσείο. Εκεί μεταφέρθηκαν τα εκθέματα
αυτά το 1980 προκειμένου να συντηρηθούν
και να φυλαχθούν. Έκτοτε, κατά καιρούς, κάποια από
αυτά εκτέθηκαν στους χώρους του Βυζαντινού Μουσείου,
ενώ στις μέρες μας ετοιμάζεται και πρόκειται
σύντομα να λειτουργήσει στις
εγκαταστάσεις του Βυζαντινού Μουσείου
ειδικός ανεξάρτητος χώρος, ώστε τα εκθέματα
της συλλογής Λοβέρδου που βρίσκονται στην κατοχή
του Μουσείου να στεγαστούν και να εκτεθούν στο σύνολο
τους. Μέρος των υπολοίπων έργων τέχνης (46
πίνακες) της συλλογής Λοβέρδου, τα οποία
δεν περιήλθαν στην κυριότητα του
Βυζαντινού Μουσείου αλλά παρέμειναν στην
κατοχή της οικογένειας, κοσμούν σήμερα τους
χώρους του νεοκλασικού κτιρίου του ιδρύματος Σπυρίδωνα
Λοβέρδου (αδερφού του Διονυσίου) στην Κηφισίας 256.
Όσο για το κτίριο της οδού Μαυρομιχάλη, αυτό, λίγο
μετά την παραχώρηση του το 1979 στο Βυζαντινό Μουσείο,
λειτούργησε ως βεστιάριο της γειτονικής
Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Μια πυρκαγιά που
ξέσπασε λίγο αργότερα παραλίγο να το
καταστρέψει ολοσχερώς. Μετά και το
γεγονός αυτό, το κτίριο σφραγίστηκε και μαζί με
την προέκταση του που στέγαζε το Μουσείου Λοβέρδου
στην Ακαδημίας 58α αφέθηκε στη μοίρα του. Έκτοτε
οι χώροι αυτοί, έρημοι, σιωπηλοί και φορτωμένοι
με αναμνήσεις, περιμένουν την
αποκατάσταση τους. Σύμφωνα, πάντως, με τα
σχέδια του Βυζαντινού Μουσείου, τα
κτίρια της Ακαδημίας 58α και Μαυρομιχάλη 8 πρόκειται
κάποια στιγμή στο εγγύς μέλλον να αποκατασταθούν,
καθώς αυτά προορίζονται να στεγάσουν τα αρχεία του.
(Κάποιες πληροφορίες σχετικά με τα όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω μπορείτε να βρείτε στα links:
http://ta-nea.dolnet.gr/neaweb/nta_nea.print_unique?e=A&f=17676&m=P25&aa=1,
http://www.ecclesia.gr/greek/news/byzantino/byz_faidra.html,
http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_columns_133701_27/11/2003_85430)
Αυτή, εν ολίγοις, ήταν η ιστορία του πολυσυζητημένου
κτιρίου της οδού Ακαδημίας 58α. Και με την ιστορία
αυτή κατά νου είναι καιρός να περιηγηθούμε και
να δούμε τους εσωτερικούς του χώρους,
όπως τους αποτύπωσε η φωτογραφική μηχανή
του Cernavus, κάπου το 1997.