Αρχές
του χρόνου (2009) και στο Εδιμβούργο της Σκοτίας γίνεται ένα μικρό
εργαστήριο με θέμα τη θρησκεία. Η ομάδα αποτελείται από εκπροσώπους
πολλών γνωστικών πεδίων, όπως ψυχολόγοι, βιολόγοι, πολιτικοί
επιστήμονες, φιλόσοφοι και ανθρωπολόγοι. Κάθε ένας από αυτούς έχει
μελετήσει τα φυσικά (δηλαδή τα βασισμένα στον Δαρβινισμό) θεμέλια των
θρησκευτικών πεποιθήσεων και συμπεριφορών. Όλοι μαζί έθεσαν στο τραπέζι
μια μεγάλη ποικιλία απόψεων που σχετίζονται με το εξελικτικό αίνιγμα της
θρησκείας.
Γιατί όμως είναι σημαντικό να έχουμε μια καλύτερη επιστημονική κατανόηση της θρησκευτικής συμπεριφοράς; Μια ερώτηση ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι την ίδια χρονική περίοδο στη Λωρίδα της Γάζας, οι πάλαι πότε εχθροί, Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί, με τη λήξη της εκεχειρίας ενέδωσαν και πάλι σε μια αιματηρή διαμάχη που κρατάει από παλιά και έχει ρίζες θρησκευτικής ιδεολογίας.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η ανάπτυξη της φυσιοκρατικής έρευνας σχετικά με τη θρησκεία ήταν εκπληκτική και ζητήματα όπως ο Θεός, οι ψυχές και η αμαρτία δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως πεδία εκτός της επιστημονικής εμβέλειας, αλλά ως βιολογικά βασισμένες απόρροιες του εξελιγμένου ανθρώπινου νου, αποτελώντας αντικείμενο εξονυχιστικής εξέτασης από την ψυχολογία, όπως άλλωστε γίνεται και με πολλές άλλες όψεις της ανθρώπινης φύσης. Και είναι πλέον πολύ πιθανό, ότι σύντομα τέτοιες επιστημονικές ανακαλύψεις θα μεταφραστούν σε μεσολαβητικές στρατηγικές με πρακτική χρησιμότητα στην εναρμόνιση των θρησκευτικά βασισμένων κοινωνικών συγκρούσεων.
Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά τι συζητήθηκε στο επιστημονικό εργαστήριο που είχε ως θέμα τη θρησκεία.
Από την πλευρά της επιστήμης της ψυχολογίας, ο Jesse Bering, διευθυντής του Ινστιτούτου Νόησης και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Queen's στο Belfast της Ιρλανδίας, επιχειρηματολόγησε ότι η πίστη για μια ζωή μετά τον θάνατο είναι λίγο ως πολύ το αναπόφευκτο παραπροϊόν της ανθρώπινης συνείδησης. Εφόσον δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας της συνείδησης, ακόμα και όσοι δεν έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι επιρρεπείς σε οράματα για το επέκεινα.
Ο πολιτικός επιστήμονας και εξελικτικός βιολόγος Dominic Johnson, από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, παρουσίασε το επιχείρημά του ότι η ιδέα των παντογνωστών υπερφυσικών όντων εξυπηρέτησε ως μια λειτουργία κοινωνικής αστυνόμευσης στο προγονικό μας παρελθόν. Σύμφωνα με τον Johnson, αυτό θα ενθάρρυνε άτομα μέσα σε ομάδες να συμμορφωθούν σε θεσπίσματα της ομάδας έχοντας τον φόβο για τη θεία τιμωρία κι έτσι θα μπορούσε να μειωθεί η πιθανότητα κοινωνικής διάσπασης. Ένα τέτοιο φαινόμενο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα εξελικτικής προσαρμογής δεδομένου ότι οι μεγαλύτερες ομάδες είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιζήσουν και να αναπαραχθούν απ' ότι τα μεμονωμένα άτομα.
Ο ανθρωπολόγος Richard Sosis, εξέθεσε τη δική του θεωρία αναφορικά με τη θρησκευτική συμπεριφορά, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε πολλών ειδών μεγαλοπρεπείς θρησκευτικές συμπεριφορές, σπαταλώντας χρόνο σε τελετές, φορώντας στενόχωρα ρούχα, ξοδεύοντας τα δύσκολα κερδισμένα χρήματά τους, επειδή κάνοντάς το, διαφημίζουν τη δέσμευσή τους να ανήκουν σε μια ομάδα με θρησκευτική σύνδεση. Με άλλα λόγια, εάν κάποιος πάει το παιδί του για αφαίρεση της ακροβυστίας (περιτομή), εάν πληρώνει έναν τακτικό φόρο ελεημοσύνης που αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό των εσόδων του, ή εάν καθίσει περιμένοντας να περάσει η ώρα σε ένα σκληρό πάγκο για να παρακολουθήσει την κυριακάτικη λειτουργία, τότε οι σύντροφοί του που έχουν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις θα υποθέσουν πως μπορούν να τον δεχτούν ως έναν από αυτούς και να τον εμπιστευτούν.
Ο εξελικτικός βιολόγος Robert Trivers, από το Πανεπιστήμιο Rutgers του New Jersey, συζήτησε τον πιθανό ρόλο της ψυχολογικής αυταπάτης στο βασίλειο της θρησκείας και ανασκόπησε το αδύνατον να αγνοηθεί στοιχείο, ότι η θρησκευτικότητα έχει θετικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Παράλληλα, ο βιολόγος του Κολεγίου Westmont, Jeff Schloss, που έχει μελετήσει επισταμένα τις θεολογικές επιπτώσεις του Δαρβινισμού, πρότεινε να ληφθούν υπόψη οι φιλοσοφικές προεκτάσεις των επιστημονικών ανακαλύψεων που σχετίζονται με τη θρησκεία. Η θέση του Schloss είναι αυτή που θα ερχόταν στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων. Όλα καλά και ωραία με την επιστημονική έρευνα, αλλά τι μας λέει όλη αυτή η συζήτηση για το εάν υπάρχει ή όχι Θεός;
Όπως αναρωτιέται ο Jesse Bering, τι θα γινόταν εάν τα στοιχεία που διαθέταμε θα αποδείκνυαν ότι η ύπαρξη ενός Θεού αποτελεί απλώς μια ψυχολογική ατέλεια που έχει χαραχτεί στον πυρήνα του νοητικού υποστρώματος του εγκεφάλου μας; Θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε στην ύπαρξή του εάν είχαμε στη διάθεσή μας επιστημονικές αποδείξεις για το ότι η υπόθεση περί Θεού είναι ένα παραπροϊόν της εξελιγμένης νοητικής μας αρχιτεκτονικής;
Γιατί όμως είναι σημαντικό να έχουμε μια καλύτερη επιστημονική κατανόηση της θρησκευτικής συμπεριφοράς; Μια ερώτηση ιδιαίτερα σημαντική, δεδομένου ότι την ίδια χρονική περίοδο στη Λωρίδα της Γάζας, οι πάλαι πότε εχθροί, Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί, με τη λήξη της εκεχειρίας ενέδωσαν και πάλι σε μια αιματηρή διαμάχη που κρατάει από παλιά και έχει ρίζες θρησκευτικής ιδεολογίας.
Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, η ανάπτυξη της φυσιοκρατικής έρευνας σχετικά με τη θρησκεία ήταν εκπληκτική και ζητήματα όπως ο Θεός, οι ψυχές και η αμαρτία δεν αντιμετωπίζονται πλέον ως πεδία εκτός της επιστημονικής εμβέλειας, αλλά ως βιολογικά βασισμένες απόρροιες του εξελιγμένου ανθρώπινου νου, αποτελώντας αντικείμενο εξονυχιστικής εξέτασης από την ψυχολογία, όπως άλλωστε γίνεται και με πολλές άλλες όψεις της ανθρώπινης φύσης. Και είναι πλέον πολύ πιθανό, ότι σύντομα τέτοιες επιστημονικές ανακαλύψεις θα μεταφραστούν σε μεσολαβητικές στρατηγικές με πρακτική χρησιμότητα στην εναρμόνιση των θρησκευτικά βασισμένων κοινωνικών συγκρούσεων.
Ας δούμε όμως πολύ συνοπτικά τι συζητήθηκε στο επιστημονικό εργαστήριο που είχε ως θέμα τη θρησκεία.
Από την πλευρά της επιστήμης της ψυχολογίας, ο Jesse Bering, διευθυντής του Ινστιτούτου Νόησης και Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο Queen's στο Belfast της Ιρλανδίας, επιχειρηματολόγησε ότι η πίστη για μια ζωή μετά τον θάνατο είναι λίγο ως πολύ το αναπόφευκτο παραπροϊόν της ανθρώπινης συνείδησης. Εφόσον δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια της απουσίας της συνείδησης, ακόμα και όσοι δεν έχουν θρησκευτικές πεποιθήσεις είναι επιρρεπείς σε οράματα για το επέκεινα.
Ο πολιτικός επιστήμονας και εξελικτικός βιολόγος Dominic Johnson, από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, παρουσίασε το επιχείρημά του ότι η ιδέα των παντογνωστών υπερφυσικών όντων εξυπηρέτησε ως μια λειτουργία κοινωνικής αστυνόμευσης στο προγονικό μας παρελθόν. Σύμφωνα με τον Johnson, αυτό θα ενθάρρυνε άτομα μέσα σε ομάδες να συμμορφωθούν σε θεσπίσματα της ομάδας έχοντας τον φόβο για τη θεία τιμωρία κι έτσι θα μπορούσε να μειωθεί η πιθανότητα κοινωνικής διάσπασης. Ένα τέτοιο φαινόμενο θα μπορούσε να είναι το αποτέλεσμα εξελικτικής προσαρμογής δεδομένου ότι οι μεγαλύτερες ομάδες είχαν μεγαλύτερες πιθανότητες να επιζήσουν και να αναπαραχθούν απ' ότι τα μεμονωμένα άτομα.
Ο ανθρωπολόγος Richard Sosis, εξέθεσε τη δική του θεωρία αναφορικά με τη θρησκευτική συμπεριφορά, σύμφωνα με την οποία όλοι οι άνθρωποι εμπλέκονται σε πολλών ειδών μεγαλοπρεπείς θρησκευτικές συμπεριφορές, σπαταλώντας χρόνο σε τελετές, φορώντας στενόχωρα ρούχα, ξοδεύοντας τα δύσκολα κερδισμένα χρήματά τους, επειδή κάνοντάς το, διαφημίζουν τη δέσμευσή τους να ανήκουν σε μια ομάδα με θρησκευτική σύνδεση. Με άλλα λόγια, εάν κάποιος πάει το παιδί του για αφαίρεση της ακροβυστίας (περιτομή), εάν πληρώνει έναν τακτικό φόρο ελεημοσύνης που αντιστοιχεί σε ένα ποσοστό των εσόδων του, ή εάν καθίσει περιμένοντας να περάσει η ώρα σε ένα σκληρό πάγκο για να παρακολουθήσει την κυριακάτικη λειτουργία, τότε οι σύντροφοί του που έχουν τις ίδιες θρησκευτικές πεποιθήσεις θα υποθέσουν πως μπορούν να τον δεχτούν ως έναν από αυτούς και να τον εμπιστευτούν.
Ο εξελικτικός βιολόγος Robert Trivers, από το Πανεπιστήμιο Rutgers του New Jersey, συζήτησε τον πιθανό ρόλο της ψυχολογικής αυταπάτης στο βασίλειο της θρησκείας και ανασκόπησε το αδύνατον να αγνοηθεί στοιχείο, ότι η θρησκευτικότητα έχει θετικές επιδράσεις στην ανθρώπινη υγεία. Παράλληλα, ο βιολόγος του Κολεγίου Westmont, Jeff Schloss, που έχει μελετήσει επισταμένα τις θεολογικές επιπτώσεις του Δαρβινισμού, πρότεινε να ληφθούν υπόψη οι φιλοσοφικές προεκτάσεις των επιστημονικών ανακαλύψεων που σχετίζονται με τη θρησκεία. Η θέση του Schloss είναι αυτή που θα ερχόταν στο μυαλό των περισσότερων ανθρώπων. Όλα καλά και ωραία με την επιστημονική έρευνα, αλλά τι μας λέει όλη αυτή η συζήτηση για το εάν υπάρχει ή όχι Θεός;
Όπως αναρωτιέται ο Jesse Bering, τι θα γινόταν εάν τα στοιχεία που διαθέταμε θα αποδείκνυαν ότι η ύπαρξη ενός Θεού αποτελεί απλώς μια ψυχολογική ατέλεια που έχει χαραχτεί στον πυρήνα του νοητικού υποστρώματος του εγκεφάλου μας; Θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε στην ύπαρξή του εάν είχαμε στη διάθεσή μας επιστημονικές αποδείξεις για το ότι η υπόθεση περί Θεού είναι ένα παραπροϊόν της εξελιγμένης νοητικής μας αρχιτεκτονικής;