Οι «μπαμπούσκες» του Τσερνομπίλ που δεν φεύγουν από τα σπίτια τους
- Μια από τις περίπου 130 ηλικιωμένες Ουκρανές που αρνούνται πεισματικά να αποχωριστούν την πατρογονική τους εστία στο Τσερνομπίλ, όσο ραδιενεργή κι αν (τους λένε πως) είναι
Κίεβο, Ουκρανία
Όταν
στις 26 Απριλίου του 1986 εξερράγη ο αντιδραστήρας Νο. 4 του
Τσερνομπίλ, ελάχιστοι πίστεψαν πως από την επόμενη ημέρα θα συναντούσε
κανείς ανθρώπινη παρουσία στην περιοχή πέριξ του εργοστασίου.Πράγματι, μετά την καταστροφή από μία περιοχή που φθάνει τα 4.200 τετραγωνικά χιλιόμετρα, είχαν απομακρυνθεί περί τους 116.000 ανθρώπους ρωσικής κι ουκρανικής καταγωγής.
Μέχρι πρότινος θεωρούσαμε πως οι μόνοι που εξακολουθούν να δραστηριοποιούνται στο Τσερνομπίλ, που πλέον ανήκει στην Ουκρανία, είναι οι εργαζόμενοι για κατασκευή υποδομών κοντά στον χώρο του εργοστασίου, καθώς και εξειδικευμένοι επιστήμονες που μετρούν τα επίπεδα ραδιενέργειας στην ευρύτερη περιοχή.
Κι όμως, όπως μαθαίνουμε από ένα νέο αμερικανικό ντοκιμαντέρ που παίζεται αυτές τις ημέρες στο Λονδίνο, υπάρχουν και κάποιοι Ουκρανοί που αψηφούν τον φόβο της ραδιενέργειας και δεν δέχονται επ’ ουδενί να αποχωριστούν την Μητέρα-Πατρίδα τους, Οπως την αποκαλούν.
Οπως καταγράφει το ντοκιμαντέρ «Οι Μπαμπούσκες του Τσερνομπίλ» της Χόλι Μόρις και της Αν Μπόγκαρτ, περίπου 130 υπερήλικοι Ουκρανοί, στην συντριπτική τους πλειοψηφία γυναίκες, είναι σήμερα οι μοναδικοί εναπομείναντες κάτοικοι του Τσερνομπίλ.
«Μέσα στην απαγορευμένη Νεκρή Ζώνη γύρω από το εργοστάσιο του Τσερνομπίλ, ζει μια ατρόμητη κοινότητα γυναικών, ηλικίας 70 έως 90 ετών, δίπλα σε επιστήμονες που εργάζονται στην πιο ραδιενεργή περιοχή της Γης», τονίζεται στο ντοκιμαντέρ που παίζεται αυτές τις ημέρες στο λονδρέζικο Frontline Club.
Ανάμεσα στις μπαμπούσκες [σ.σ: «γιαγιά» στα ρωσικά] αυτές ξεχωρίζουν οι ιώβειες μορφές της Χάνα Ζαβορότινα, της Μαρία Σοβκούτα και της Βαλεντίνα Ιβάνιβνα που επέλεξαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους, αμέσως μετά την καταστροφή, αρνούμενες να πεθάνουν οπουδήποτε αλλού εκτός από το χώμα που τους γέννησε.
Σημείωση: οι γυναίκες αυτές επέστρεψαν στα σπίτια του παράνομα, αψηφώντας τις επίσημες διαταγές του, τότε σοβιετικού, κράτους, το οποίο ωστόσο δεν προέβαλλε καμία αντίσταση στην απόφαση τους αυτή.
Τι θα μπορούσε να κάνει άλλωστε; Να τις συλλάβει για απείθεια; Έστειλε εκεί κάποιους στρατιώτες προκειμένου να τις μεταπείσει να μεταφερθούν σε ένα πιο ασφαλές μέρος, αλλά οι εκκλήσεις τους δεν εισακούστηκαν.
«Όταν ήρθαν εδώ [οι στρατιώτες] και μου είπαν να φύγω, τους απάντησα «δεν πρόκειται να το κάνω αυτό. Αν θέλετε, εκτελέστε με επί τόπου και θάψτε με κάτω από το χώμα αυτό»», τονίζει η Ζαβορότινα.
Όταν ρωτήθηκε για το αν φοβάται να μένει στο πιο ραδιενεργό σημείο του πλανήτη μας, η ηλικιωμένη Ουκρανή αποφάνθηκε πως «δεν με τρομάζει καμία ραδιενέργεια και καμία ακτινοβολία. Το μόνο που με τρομάζει είναι η πείνα, να μην έχω να φάω».
«Αν φύγεις από εδώ, τότε πεθαίνεις» συμπληρώνει η Ιβάνιβνα, «όσοι έφυγαν, είναι σε χειρότερη θέση απ’ ότι εμείς σήμερα. Πεθαίνουν από τη στεναχώρια τους που δεν είναι στα πατρογονικά τους εδάφη».
«Η μητέρα-πατρίδα είναι μητέρα-πατρίδα, αυτό δεν άλλαζε», συνοψίζει με τη σειρά της η Σοβκούτα, που όπως επισημαίνει το ντοκιμαντέρ, «έχοντας ζήσει το σταλινικό καθεστώς και τη ναζιστική κατοχή, έχει μάθει να αψηφά έναν κίνδυνο που είναι υπαρκτός μεν, αόρατος δε».
«Όπως οι λύκοι, οι τάρανδοι και τα αγριογούρουνα που επέστρεψαν στο Τσερνομπίλ μετά από πολλά χρόνια εξαφάνισης τους, έτσι και οι Μπαμπούσκες αυτές μας διηγούνται μια απίστευτη ιστορία επιβίωσης και μας προσφέρουν ένα συνταρακτικό πορτρέτο μια μετά-αποκαλυπτικής καθημερινότητας», καταλήγει με νόημα το ντοκιμαντέρ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου