Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2013

Ψυχάνθρωποι - Βαμπίρ


Στο άκουσμα του περιστατικού μας κυρίευσε έντονος προβληματισμός, όχι γιατί αμφιβάλλαμε για το ότι θα μπορούσε να έχει συμβεί, αλλά ίσως γιατί ήταν η πρώτη φορά που μπορούσαμε να συνδυάσουμε ένα τέτοιο περιστατικό με άλλα που έχουν συμβεί σε διάφορα μέρη του κόσμου προκαλώντας καταστροφές σε μεγάλη κλίμακα.
Η αναφορά του έγινε από δύο ανθρώπους που θα μπορούσαμε να πούμε ότι δεν ήταν από αυτούς που πίστευαν ( μέχρι εκείνη την στιγμή), σε τέτοια φαινόμενα. Το βίωσαν σε τέτοιο βαθμό, ταυτόχρονα, και σε απόλυτη συμφωνία μεταξύ τους, που από τις περιγραφές τους, τις λεπτομέρειες σε αυτές, την ένταση της αφήγησης, και το γεγονός ότι μιλήσαμε μαζί τους σε δύο χρονικές περιόδους ( Φεβρουάριο 2000 και Οκτώβριο του 2000 ), χωρίς να διακρίνουμε καμιά διαφοροποίηση σε όσα μας έλεγαν, μας έδωσαν όλα εκείνα τα στοιχεία να προχωρήσουμε στην δημοσίευση αυτού του γεγονότος.
Επειδή η ελληνική κοινωνία δεν είναι έτοιμη ακόμα να δεχθεί την διαφοροποίηση της καθημερινότητας μέσα από σπάνια, ανερμήνευτα, ανεξήγητα συμβάντα, δεχθήκαμε την θέληση των δύο μαρτύρων να μην προχωρήσουμε στην δημοσίευση των ονομάτων τους, ούτε τον επαγγελματικό χώρο που εργάζονταν εκείνη την στιγμή, θέλοντας να αποφύγουμε να βρεθούν απέναντι σε κακοπροαίρετες κριτικές και αμφισβήτηση του κύρους τους μέσα στο κοινωνικό και επαγγελματικό τους περιβάλλον.
( Όλα αυτά τα στοιχεία είναι φυσικά στην διάθεσή μας ).
Το Φεβρουάριο του 2002. ένα μεγάλο φορτηγό εταιρίας παραγωγής τροφίμων, πρόκειται να εκτελέσει το συνηθισμένο δρομολόγιο ( 2 φορές τον μήνα ), από την έδρα της εταιρίας σε πελάτη της στην Βόρεια Ελλάδα στην περιοχή της Χαλκιδικής. Όπως συνηθίζεται σε πολλές τέτοιες περιπτώσεις, το αυτοκίνητο βρισκόταν έξω από το σπίτι του οδηγού ( Γ.Τ.), στην Χαλκίδα προκειμένου να ξεκινήσει απ΄ ευθείας το πρωί για το δρομολόγιο. Ξεκινώντας γύρω στις 5.30 τα ξημερώματα, περνά από το σπίτι του συναδέλφου του ( Κ.Π.), βοηθού στα δρομολόγια αυτά, και αναχωρούν με κατεύθυνση την Ε.Ο. Αθηνών - Θεσσαλονίκης.. Μια ασθενής βροχή, ένα κρύος αέρας, ομίχλη, χαμηλή νέφωση, γλιστερό οδόστρωμα. Ένα χειμωνιάτικο ξημέρωμα του Φεβρουαρίου που έμελλε να εξελιχθεί σε μια ανεξήγητη ιστορία, μοναδικό βίωμα για δύο ανθρώπους.
Το φορτηγό φτάνει στον κόμβο του Σχηματαρίου και στρίβει δεξιά στο δρόμο που τέμνει την Ε.Ο.
Ο οδηγός ( Γ.Τ.) περιγράφει :
¨ στρίψαμε με σκοπό να βγούμε στην Ε.Ο. για το δρομολόγιό μας. όταν στο τελείωμα του δρόμου εκεί που σχεδόν αρχίζει η δεξιά λωρίδα της Εθνικής είδαμε μια σκιά. Τουλάχιστον έτσι φαινόταν μέχρι που τα φώτα έπεσαν πάνω της. Ήταν κάποιος και κοιτούσε προς το μέρος μας. Θέλοντας και μη σταματήσαμε, διαφορετικά θα πέφταμε πάνω του αφού ήταν ακριβώς στην πορεία μας. Αυτός πρέπει να ήταν και ο λόγος που προφανώς στεκόταν εκεί. Είχε σταθεί και σήκωσε χέρι κάνοντας μας νόημα. Ακινητοποίησα το αυτοκίνητο και αυτός σαν να το θεωρούσε δεδομένο ότι θα επιβιβαστεί και θα τον πάρουμε κατευθύνθηκε προς την μεριά του συνοδηγού προσπαθώντας να πιάσει το χερούλι αφού πάτησε, στο σκαλοπάτι που βρίσκεται κάτω από την πόρτα. Ο συνάδελφός μου κατεβάζοντας το παράθυρο το ρώτησε προς τα που πηγαίνει, όταν αυτός εντελώς χαμηλόφωνα είπε ότι κατευθύνθηκε προς τα πάνω. Δεν ξέρω γιατί, ίσως δεν προλάβαμε να σκεφτούμε το περίεργο της ξαφνικής παρουσίας του, τον αφήσαμε να επιβιβαστεί. Είχε ένα παρουσιαστικό που δεν θα λέγαμε σε πάγωνε αλλά σε προβλημάτιζε. Ιδιαίτερα ψηλός ( κάπου 1,90 ),ηλικία γύρω στα 50, μαλλιά να ασπρίζουν, και ελαφριά γένια. Τα ρούχα του μαύρα, ενώ το παλτό του ήταν γκρι. Δεν κρατούσε τίποτα ούτε φαίνεται να φορούσε κάτι στα χέρια του. Τα μάτια του μάλλον σκούρο μπλε. είχαν ένα βλέμμα περίεργο και παγερό. Κοιτούσε διαρκώς μπροστά. Ούτε μια στιγμή δεν κοίταξε εμάς ή δεξιά προς το παράθυρο. Ευθεία μπροστά. Ένιωσα κάποιον φόβο. Αμέσως μετάνιωσα που τον πήραμε. ”
Ο συνοδηγός ( Κ.Π.) : ¨ είχαμε αναμμένο το καλοριφέρ, και καθώς άνοιξε την πόρτα για να μπει μέσα κρύωσε ο θάλαμος. Θα ξαναζεσταινόταν. Όπως και έγινε. Ένιωθα όμως την δεξιά μου πλευρά κρύα. Κατάλαβα ότι προερχόταν από αυτόν. Φοβήθηκα. Γενικά δεν πίστευα σε παράξενα πράγματα, αλλά εδώ κάτι συνέβαινε. Κάτι που προερχόταν από αυτόν. Δεν ξέρω πως δεχθήκαμε να βάλουμε στο φορτηγό τρίτον άνθρωπο. Δεν ήταν μόνο η πρακτικότητα του χώρου, αλλά απλά δεν το κάναμε για λόγους ασφάλειας. Αργότερα συζητώντας μεταξύ μας καταλήξαμε ότι δεν μπορέσαμε να αντιδράσουμε. Δεν είχαμε την δυνατότητα. Σαν να μας επιβλήθηκε με το που τον αντικρίσαμε. ”
( Γ.Τ.) ¨ Φόβος. Όση ώρα ήταν δίπλα μας νοιώθαμε ότι ο χρόνο κυλούσε αργά. Δεν περνούσε. Από την αγωνία μας. Διασχίζαμε την Ε.Ο. όταν στα δεξιά του δρόμου στο ύψος του Ακραίφνιου είδαμε τους φάρους ενός περιπολικού που προχωρούσε αργά στην δεξιά λωρίδα. Σκέφτηκα να σταματήσω. Αλλά δεν ήξερα τι να πώ. Μήπως αυτά ήταν στην φαντασία μου. Ένιωθα και έβλεπα την ανησυχία και του συναδέλφου μου αλλά δεν ήξερα τι θα έπρεπε να πω...μήπως με περνούσαν για τρελό. Αφού ούτως ή άλλως εμείς επιτρέψαμε στον άγνωστο να επιβιβαστεί. Φτάνοντας πιο ψηλά στην διασταύρωση για Μαλεσίνα, σε ένα άνοιγμα της Ε.Ο. σκέφτηκα ότι ήταν η ευκαιρία να σταματήσω. Έκοψα ο τιμόνι δεξιά, επικαλούμενος θόρυβο στον κινητήρα, και ακινητοποίησα το φορτηγό. Κατεβήκαμε με τον συνάδελφό μου ( παίρνοντας μαζί και τα κλειδιά ), ανοίξαμε το καπώ και κοιτούσαμε. Δεν είχαμε μιλήσει μεταξύ μας, δεν είχαμε συνεννοηθεί, αλλά κινούμασταν και λειτουργούσαμε με τον ίδιο τρόπο. Ο άνθρωπος αυτός ( ή ότι μπορεί να ήταν ), κοιτούσε συνεχώς μπροστά. Όπως από την αρχή. Έδειχνε σαν να μην τον απασχολούσε αυτό που κάναμε, αυτό που συνέβαινε. Μιλούσαμε στην συνέχεια μεταξύ μας, θέλοντας να δείξουμε ότι ήμασταν απογοητευμένοι αφού είχαμε ένα σοβαρό πρόβλημα στο φορτηγό, κάτι που δεν θα μας επέτρεπε να συνεχίσουμε. Όταν κάποια στιγμή σηκώσαμε το κεφάλι μας και κοιτάξαμε προς την καμπίνα, έκπληκτοι αλλά και φοβισμένοι διαπιστώσαμε ότι ήταν άδεια. Δεν είδαμε τίποτα, δεν αντιληφθήκαμε καμιά κίνηση.....απλά ήταν άδεια. Κοιτάξαμε γύρω από το φορτηγό αλλά τίποτα. Αν και είχε αρχίσει να ξημερώνει, η ορατότητα δεν ήταν καλή, όμως σίγουρα θα είχαμε δει κάποια κίνηση από τον άγνωστο όταν αποβιβάστηκε, αφού και ο γύρω χώρος σου έδινε την δυνατότητα να διακρίνεις όχι μακριά αλλά λίγο γύρω σου σίγουρα. ”
( Κ.Π.) : “ Πάντως πρέπει να πούμε ότι ταυτόχρονα νοιώσαμε και κάποια ανησυχία γιατί δεν ξέραμε τι μπορούσε να έχει συμβεί σε αυτόν και να βρισκόμασταν κάποια στιγμή ακόμα και μπλεγμένοι. Με αυτές τις σκέψεις επιβιβαστήκαμε γρήγορα στο φορτηγό και ξεκινήσαμε. Προσπαθούσαμε να βγάλουμε κάποιο συμπέρασμα. Τι ήταν αυτό που μας συνέβη. Πάντως είμασταν σίγουροι για ένα πράγμα : Δεν ήταν κάτι που έστεκε, κάτι το φυσιολογικό..... Είχε πια ξημερώσει και εμείς συνεχίζαμε το δρομολόγιο μας, Οι ώρες που πέρασαν μας φάνηκαν αιώνες. ”
Το φορτηγό έφτασε πολύ αργά το απόγευμα στον προορισμό του. Αφού ξεφορτώθηκαν τα εμπορεύματα, οδηγός και συνοδηγός γύρισαν στην πόλη της Θεσσαλονίκης όπου και διανυκτέρευσαν με σκοπό να αναχωρήσουν την άλλη μέρα το πρωί για την επιστροφή. Την επομένη μέρα, νωρίς το πρωί, ξεκίνησαν και λίγο έξω από την πόλη σταμάτησαν σε έναν σταθμό όπου προτιμούν και άλλοι συνάδελφοί τους για να φάνε ή να πιουν κάτι.. Καθισμένοι δίπλα σε μια άλλη παρέα άκουσαν έναν διάλογο που τους άφησε άφωνους. Ένας οδηγός φορτηγού περιέγραφε την στιγμή που ένας περίεργος μυστηριώδης άνθρωπος τον πλησίασε ενώ είχε σταματήσει σε ένα πάρκιγκ έξω από την Βέροια και επιχείρησε χωρίς να το ρωτήσει να ανέβει στην θέση του συνοδηγού. Ο οδηγός περιέγραψε τον προβληματισμό, την ανησυχία, τον φόβο, αλλά και το δέος που ένιωσε στην θέα αυτού του άγνωστου που έφτασε στο σημείο εκείνο κυριολεκτικά από το πουθενά…..
Αν και ένιωσαν την ανάγκη να πουν και αυτοί την δική τους εμπειρία τελικά δεν το έκαναν. Άλλωστε ακόμα δεν είχαν ξεκαθαρίσει μέσα τους αν θα έπρεπε να μιλάνε ανεπιφύλακτα γι΄ αυτό. Οδηγός και συνοδηγός ξεκίνησαν με πορεία προς τα νότια. Σε κάποιο σημείο πριν την Κατερίνη, επειδή βρισκόταν σε εξέλιξη διαδικασία συλλογής αυτοκινήτων που είχαν εμπλακεί σε ατύχημα υποχρεώθηκαν να μειώσουν την ταχύτητα που κινούνταν. Και περιγράφουν:
(Γ.Τ. ) Οδηγός : “ κινούμασταν αργά για μια απόσταση περίπου 200 μέτρα . Περίπου 20 χ/ώρα . Η περιοχή ήταν γεμάτη λάδια αφού πριν είχε γίνει κάποιο ατύχημα, και τα αυτοκίνητα της οδικής βοήθειας απομάκρυναν τα 3 στραπατσαρισμένα αυτοκίνητα. Δεν ξέραμε αν κάποιος άνθρωπος είχε πάθει κάτι. Ελπίζαμε πως όχι. Διασχίσαμε αυτή την μικρή απόσταση και ενώ ετοιμαζόμουν να πατήσω το γκάζι για να αυξήσω την ταχύτητα, διέκρινα στην απέναντι πλευρά την πλάτη ενώ ψηλού αδύνατου ανθρώπου να κινείται δίπλα στο πλήθος χωρίς να νοιάζεται για την βροχή που έπεφτε. Φτάνοντας στο ίδιο ύψος με αυτόν και προσπερνώντας τον κοιτάζοντας το πρόσωπό του παγώσαμε. Ήταν αυτός ! ”
( Κ.Π. ) Συνοδηγός : “ Είπα στον συνάδελφό μου να σταματήσει. Δεν ξέρω τι μπορεί να έβγαινε με αυτό, αλλά για να μιλήσω ειλικρινά πίστευα ότι θα μπορούσαμε να βγάζαμε άκρη. Δεν ξέρω πώς. Αλλά θεωρούσα ότι αυτός ο άνθρωπος έβγαζε κάτι το κακό. Και με τόσο κόσμο και την αστυνομία ίσως κάτι να γινόταν……”
(Γ.Τ.) : “ Θα σταματούσα επί τόπoυ αλλά η πίεση των αυτοκινήτων που έρχονταν πίσω μου αλλά και οι αστυνομικοί που ρύθμιζαν την κίνηση με ανάγκασαν να συνεχίσω. Σταματήσαμε περίπου 400 μέτρα πιο κάτω, αποβιβαστήκαμε, και με γρήγορο βήμα κατευθυνθήκαμε προς τα πίσω αναζητώντας αυτόν τον μυστηριώδη άνθρωπο. Μάταια όμως γιατί δεν ήταν πουθενά. Όσο και αν προσπαθήσαμε δεν είδαμε τίποτα. Ούτε στο οδόστρωμα. Ούτε στα γύρω χωράφια. Πουθενά. Λες και άνοιξε η γη και τον κατάπιε. Γυρίσαμε πίσω και ήταν τέτοια η αμηχανία μας που νομίζαμε ότι όλα αυτά ήταν ένα παιχνίδι τύχης και συμπτώσεων. Δεν σας κρύβω ότι κάποια στιγμή μέσα στο φορτηγό μας έπιασε ένα αμήχανο γέλιο. Ένα γέλιο που μάλλον γέλιο δεν ήταν, αφού ερχόταν μάλλον να καλύψει το αδιέξοδο μας, τον προβληματισμό, τον φόβο μας ίσως. Ναι νοιώθαμε έναν φόβο αφού αυτά τα δρομολόγια τα κάναμε πάρα πολύ συχνά. Και δεν ξέρω, στην σκέψη ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί αυτό. Ναι φοβόμασταν….. ”
Οι δύο τους επιβιβάστηκαν ξανά γρήγορα στο φορτηγό και η βροχή είχε δυναμώσει για τα καλά. Λίγο πριν τον κόμβο για Λαμία σε κάποια στροφή ένας δυνατός θόρυβος ακούστηκε από το πίσω μέρος του φορτηγού. Απ ότι διαπιστώθηκε όταν σταμάτησαν, το μικρό χειροκίνητο κλάρκ που βρισκόταν μέσα στο χώρο μεταφοράς των εμπορευμάτων, ξεχνώντας να το σταθεροποιήσουν είχε μετακινηθεί και είχε χτυπήσει πάνω στα τοιχώματα. Να τι περιγράφουν.
(Γ.Τ.) : “ ακούσαμε τον θόρυβο και επειδή μας έχει ξανασυμβεί- από απροσεξία μας – καταλάβαμε αμέσως γιατί επρόκειτο. Σταμάτησα το φορτηγό στα δεξιά του δρόμου και γύρισα το μπροστινό μέρος προς το δρόμο για την επαναφορά στην Ε.Ο. με το ξεκίνημά μας. Το πίσω τμήμα, η πόρτα φόρτωσης κοιτούσε λοξά προς τα χωράφια. Ο συνάδελφός μου κατέβηκε για να σταθεροποιήσει το κλάρκ. ”
(Κ.Π.) : "έτρεξα γρήγορα πίσω γιατί έβρεχε καταρρακτωδώς, άνοιξα την πόρτα, ανέβηκα και αφού έπιασα το κλάρκ στα στηρίγματα, ασφάλισα ξανά την πόρτα για να ξεκινήσουμε.
Για μια στιγμή η ματιά μου έπεσε προς την μεριά των χωραφιών που βρίσκονται πιο χαμηλά από το επίπεδο του δρόμου. Κοκάλωσα. Σε μια απόσταση κάπου 50 μ. από εμένα βρισκόταν αυτός…και κοιτούσε προς το μέρος μου. Ακίνητος…απλά κοιτούσε. Για να είμαι πιο ειλικρινής ήταν στραμμένος προς τα μένα….δεν μπορούσα να διακρίνω το πρόσωπό του….ήταν σκοτεινό…Έτρεμα…Ανέβηκα πάνω στο φορτηγό και το μόνο που είπα στο συνάδελφό μου ήταν να φύγει αμέσως. Λίγο πιο πέρα και αφού με ρώτησε τι έπαθα και ήμουν έτσι τότε του εξήγησα. Ειλικρινά δεν το είπα πριν όχι μόνο επειδή ήμουν σε πανικό αλλά με τίποτα δεν θα ήθελα να δούμε εκείνη την στιγμή κάτι παραπάνω. Μόνο να φύγουμε…….”
Το φορτηγό είχε διασχίσει το μεγαλύτερο τμήμα της επιστροφής και βρισκόταν κάπου στο ύψος της πρώτης ( από την κατεύθυνση Θεσσαλονίκη - Αθήνα ), αερογέφυρας προς Θήβα. Και περιγράφουν :
(Γ.Τ.) Οδηγός : “ ήμασταν πολύ κουρασμένοι και οι δύο. Όχι φυσικά τόσο από το ταξίδι αλλά κυρίως από αυτά που μας είχαν συμβεί. Και πάνω απ’ όλα τις σκέψεις και τα ερωτηματικά……Είχαμε μόλις περάσει τη αερογέφυρα όταν κάποια στιγμή σε κάποια απόσταση περίπου 100 μέτρα από εμάς διέκρινα κάποια κίνηση στο διάζωμα, το χώρισμα ανάμεσα στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας. Σε λίγα δευτερόλεπτα, και ενώ έφτανα στο σημείο αυτό, σαν να πήδηξε από το διάζωμα, σαν να το διέσχισε….δεν ξέρω πώς…αυτός…..ναι αυτός που ποτέ στην ζωή μας δεν θα καταλάβουμε ποιος ήταν ή τι ήταν. Προσπαθεί να περάσει το δρόμο με κατεύθυνση προς τα δεξιά. Εγώ ήμουν στην μεσαία λωρίδα, δεν διέκρινα ή δεν κατάλαβα άλλα οχήματα στο δρόμο εκείνη την στιγμή. Μόνο εμάς και αυτόν. Να πετάγεται αστραπιαία μπροστά στο φορτηγό. Προσπάθησα να τον αποφύγω. Η αλήθεια είναι ότι πανικοβλήθηκα. Ποτέ δεν μου είχε ξανασυμβεί κάτι τέτοιο. Έκοψα το τιμόνι προς τα δεξιά…έχασα το έλεγχο…...πάλι αριστερά….ξανά δεξιά φρέναρα….μου έφυγε δεξιά προς την προστατευτικό μπάρα…χτύπησε στα πλαϊνά…το μπροστινό λάστιχο έσκασε, το φορτηγό σύρθηκε για περίπου πενήντα μέτρα. Όταν σταμάτησε προσπάθησα να καταλάβω τι συνέβη. Ο συνάδελφός μου κρατούσε το κεφάλι του αφού είχε χτυπήσει – ευτυχώς όχι πολύ – στο σίδερο της πόρτας του. Κατεβήκαμε και οι δύο προσπαθώντας να συνέλθουμε και να δούμε αν είχαμε χτυπήσει και αυτόν. Δεν υπήρχε τίποτα…Μόνο ο πανικός μας. Ήταν συγκλονιστικό, ανεξήγητο. Ποτέ μας δεν μπορέσαμε να καταλάβουμε -. τι να καταλάβεις άλλωστε - τι τελικά μας καταδίωκε ; Τι ήταν αυτό που ήθελε το κακό μας ; Όχι, σίγουρα δεν ήταν συμπτώσεις. Ήταν κάτι το μυστηριώδες. Ήμασταν τυχεροί ; Ήθελε να έρθουν μέχρι εκείνο τα σημείο τα πράγματα ; Τι να πω ! Τι να υποθέσει κανείς δηλαδή ! Και να το πεις, σε κοιτάζουν περίεργα. Πάντως στην φαντασία μας δεν ήταν. Το ζήσαμε δύο μαζί, ακούσαμε και άλλους να το συζητούν. Θα μας ακολουθεί πάντα. Ελπίζουμε μόνο σαν παρελθόν, σαν συμβάν. "
Το φορτηγό περισυλλέχτηκε, επισκευάστηκε , οι δύο επιβαίνοντας επέστρεψαν ύστερα από λίγες μέρες στη δουλεία τους και εκτός από την τραγική αυτή εμπειρία να βασανίζει την ψυχή των δύο ανθρώπων τίποτα άλλο δεν έμεινε να την θυμίζει. Ίσως μόνο οι περιστασιακοί πονοκέφαλοι του συνοδηγού από το χτύπημα. Τα ερωτηματικά όμως σίγουρα κυριεύουν όσους γνώρισαν και γνωρίζουν αυτό το περιστατικό. Η αλήθεια είναι ότι τουλάχιστον εμείς δεν έχουμε ακούσει κάτι ανάλογο. Ίσως όμως να έχει συμβεί. Αν όχι εκεί, κάπου αλλού. Αν όχι έτσι ίσως με κάποια άλλη μορφή δυστυχήματος. Λέγεται ότι εκεί που πρόκειται να συμβεί κάποιο συμβάν, δυστύχημα, καταστροφή κάτι « προετοιμάζει » το έδαφος γι΄ αυτό !. Σε όλες τις εποχές. Σε όλα τα μέρη της γης.. Στο Πόρτ Πλέζαντ στην Βιρτζίνια των ΗΠΑ, στο Τσέρνομπιλ της Ουκρανίας, στον μεγάλο σεισμό το 1995 στην Ιαπωνία. Κάποιοι άνθρωποι όχι μόνο το αντιλαμβάνονται αλλά ίσως το βιώνουν δραματικά...
Πηγή: www.supernatural.gr

Βαμπίρ
Μια παράξενη και τρομακτική υπόθεση μαζικής υστερίας για βρικόλακα ήταν η περίπτωση του Arnold Paole, ενός επικίνδυνου βαμπίρ, η εξόντωση του οποίου χρειάστηκε την αποστολή από το Βελιγράδι (υπό τις διαταγές του Καρόλου του 6ου) ενός αποσπάσματος που αποτελείτο από στρατιώτες και από πολιτικούς αξιωματούχους. Το απόσπασμα διατάχτηκε από τον Κάρολο Αλέξανδρο του Γούρτεμπεργκ, Διοικητή του βασιλείου της Σερβίας.Συνολικά, 1200 άνθρωποι ήρθαν στο Meduegna (το χωριό του Paole) για να δουν τι θα κάνουν με την περίεργη αυτή κρίση που είχε ξεσπάσει.

Είναι ενδεχομένως η πιο λεπτομερής και η πιο επιβεβαιωμένη ιστορία με βρικόλακες όλων των εποχών. Γνωστοποιήθηκε και υπογράφηκε τον Ιανουάριο του 1732 από 3 στρατιωτικούς χειρούργους, έναν αντισυνταγματάρχη και έναν υπολοχαγό. Η υπόθεση αυτή εξιστορείται στην «Ιστορία της Μαγείας» από τον Ennemoser.

Την άνοιξη του 1727 επέστρεψε στην πατρική του γη Meduegna ένας νεαρός ονόματι Arnold Paole , έχοντας εκτίσει τη θητεία του στο Levant. Ο Paole, εκτελώντας τη στρατιωτική του θητεία σ΄ εκείνα τα μέρη έζησε πολλές και διάφορες περιπέτειες. Ήταν μια περίοδος της ζωής του που του έδωσε την ευκαιρία να αποκτήσει αρκετά χρήματα ώστε να αγοράσει ένα καλό σπίτι στην εξοχή και ένα ή δυο στέμματα για καλλιέργεια στην πατρική του γη, απ΄ όπου και αποφάσισε να μην το κουνήσει για το υπόλοιπο της ζωής του. Φαινόταν περίεργο πώς ένας άνθρωπος σε σχετικά μικρή ηλικία, με πολύ καλή υγεία, που είχε ζήσει πολλά , να εγκαταστάθηκε τόσο πρώιμα σ΄ ένα τόσο απόμακρο χωριό. Επίσης, η ευσυνείδητη τιμιότητά του σε όλες του τις εμπορικές συναλλαγές, η πειθαρχία στις συνήθεις εργασίες του, ο σταθερός του χαρακτήρας, σύντομα έδειξαν ότι οι περιπέτειες που έζησε στις εκστρατείες που συμμετείχε δεν είχαν -όπως συμβαίνει συνήθως με τους νεαρούς στρατιώτες- επηρεάσει την τιμιότητα και τον αυτοέλεγχό του. Εντούτοις, ορισμένοι παρατήρησαν μια κάποια ανησυχία, κάποια παράξενα πράγματα στη συμπεριφορά του, γεγονός που έδωσε τροφή ώστε να εγείρουν υποψίες, χωρίς να μπορούν να προσδιορίσουν προς τα πού έτειναν αυτές. Φάνηκε να αποφεύγει συστηματικά να συναντήσει τη Νίνα, την κόρη ενός πλούσιου αγρότη του οποίου τα κτήματα βρίσκονταν πλάι στα δικά του. Κι όμως, όπως έλεγαν τα κουτσομπολιά του χωριού, τι πιο ταιριαστό ζευγάρι θα μπορούσε να υπάρξει από αυτό της Νίνα με τον Arnold ; Ήταν νέος, είχε μια υπολογίσιμη περιουσία που μέρα με τη μέρα μεγάλωνε, ήταν υγιής, εργατικός και δεν είχε ούτε σχέσεις ούτε και χρωστούμενα σε άλλα μέρη.

Καθώς περνούσε ο καιρός, ο Arnold δεν μπορούσε πια να αποφεύγει να συναναστρέφεται με τους γείτονές του και κανείς δεν εξεπλάγη όταν ανακοινώθηκε ότι παντρεύτηκε τη Νίνα. Όμως, όπως έλεγαν συχνά οι φίλοι της, η κοπέλα ένιωθε να υπάρχει μια ανεξήγητη σκιά ανάμεσά τους. Αποφάσισε μια μέρα να τον ρωτήσει σχετικά μ’ αυτό το θέμα και να μάθει πιο ήταν εκείνο το πρόβλημα που τον απασχολούσε διαρκώς. Εκείνος αποφάσισε να της ανοιχτεί και να της αποκαλύψει ότι τον στοίχειωνε η ιδέα πως θα πεθάνει σύντομα και ανέφερε ένα περίεργο περιστατικό που του συνέβη στην Kostartsa κοντά στη Γρανίτσα καθώς επιτελούσε τη θητεία του. Είπε πως σ΄ αυτά τα μέρη της Ελλάδας οι νεκροί επέστρεφαν για να βασανίσουν τους ζωντανούς. Από μια κακή τύχη, είχαν στρατοπεδεύσει σε μια τρομακτική περιοχή κι εκεί του συνέβη η πρώτη του επίσκεψη βρικόλακα. Αμέσως βρήκε τον τάφο και προχώρησε στην τελετή «θανάτωσης» του βρικόλακα. Στη συνέχεια, παρά τις προσπάθειες των ανωτέρων του να τον μεταπείσουν, δήλωσε παραίτηση από το στρατό κι αναχώρησε για την πατρική του γη. Από τότε και μέχρι τώρα τίποτα το κακό δεν του είχε συμβεί και ήταν πια σίγουρος ότι θα ήταν ικανός να το αντιμετωπίσει αν μια μέρα του χτυπούσε την πόρτα.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκομιδής, ο Arnold έπεσε από την κορυφή ενός φορτωμένου με σανό κάρου και στη συνέχεια μεταφέρθηκε αναίσθητος στο κρεβάτι του. Προφανώς είχε χτυπήσει άσχημα γιατί μετά από λίγο καιρό πέθανε. Το σώμα του ενταφιάστηκε στο νεκροταφείο του χωριού.

Ωστόσο ένα μήνα αργότερα, άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες ότι ο Arnold εθεάθη να περιφέρεται γύρω από το χωριό όταν έπεφτε η νύχτα και πολλοί -τα ονόματα των οποίων μπήκαν στην επίσημη αναφορά- παραπονιόντουσαν ότι τους είχε στοιχειώσει εκείνος ενώ από τότε που τον είδαν έπεσαν σε μια κατάσταση ασυνήθιστης ατονίας. Μετά από ένα σύντομο χρονικό διάστημα κάποιοι από αυτούς πέθαναν, και ένας πανικός άρχισε να εξαπλώνεται στην περιοχή. Καθώς έπεφτε η σκοτεινή χειμωνιάτικη νύχτα, κανείς δεν τολμούσε να βγει έξω από την πόρτα του. Όμως ψιθυριζόταν ότι το πλάσμα μπορούσε εύκολα να μπει μέσα από τα κλεισμένα παράθυρα και τους τοίχους, και καμιά κλειδωνιά ή σύρτις δεν μπορούσε να τον κρατήσει μακριά αν αποφάσιζε να μπει. Στη διάρκεια ολόκληρου του χειμώνα το δύστυχο χωριό έδειχνε να ζει μέσα σε ένα καθεστώς πανικού και τρόμου. Σε δέκα περίπου εβδομάδες, ίσως και περισσότερο, μετά τον ενταφιασμό του, αποφασίστηκε ότι το σώμα του Arnold πρέπει να ξεθαφτεί για να διαπιστωθεί αν πρόκειται πράγματι για βρικόλακα. Η ομάδα που συγκροτήθηκε γι΄ αυτό αποτελείτο από δυο αξιωματικούς, πολεμικούς αντιπροσώπους του Βελιγραδίου, δυο στρατιωτικούς γιατρούς, ένα παιδί που μετέφερε τα κουτιά με τα εργαλεία τους, τις αρχές του χωριού, το γέρο νεκροθάφτη και τους βοηθούς του. Ο γιατρός Mayo περιγράφει τη σκηνή:
«Ήταν ξημερώματα ενός γκρίζου πρωινού. Η ομάδα πήγε στο νεκροταφείο του Meduegna όπου επικρατούσε πλήρης ησυχία. Το νεκροταφείο ήταν περιτριγυρισμένο από έναν άγριο και ακατέργαστο τοίχο. Βρισκόταν προστατευμένο στο μέσο των βουνών με τις κυματιστές πράσινες πλαγιές τους, ακανόνιστα σπαρμένες με οπωροφόρα δέντρα που τελείωναν σε απόκρημνα κορφοβούνια γεμάτα με θάμνους. Οι τάφοι ήταν στην πλειοψηφία τους αρκετά προσεγμένοι, με μπορντούρες από ξύλο πύξου και λουλούδια ανάμεσα Επάνω στους περισσότερους βρισκόταν ένας μικρός ξύλινος σταυρός, βαμμένος μαύρος, που έφερε το όνομα του νεκρού. Εδώ κι εκεί κάποιοι πέτρινοι τάφοι. Ένας απ΄ αυτούς, αρκετά ψηλός, μια απλή στενή πλάκα, διακοσμημένος με Γοτθικά σκαλίσματα, επιβαλλόταν στους υπόλοιπους. Κοντά σ΄ αυτόν, βρισκόταν ο τάφος του Arnold Paole. Η ομάδα κινήθηκε προς τα εκεί. Ο γερο νεκροθάφτης άρχισε να σκάβει και να βγάζει το έξω χώμα .Έδειχνε αρκετά απαθής. Το αγόρι κοίταζε έντονα, επίμονα, συνεπαρμένο από τη φρίκη και την αγωνία. Μετά από ώρα έβγαλαν με δυσκολία το φέρετρο έξω από το έδαφος και οι βοηθοί του νεκροθάφτη άνοιξαν το καπάκι. Είδαν ότι το πτώμα είχε γυρίσει προς ένα πλευρό, το σαγόνι έχασκε ορθάνοιχτο και τα μπλε χείλη είχαν ποτιστεί με νέο αίμα που είχε στάξει σε ένα λεπτό ρυάκι από μια γωνία του στόματος. Χωρίς καθόλου φόβο, ο γερο-νεκροθάφτης έπιασε το σώμα και το γύρισε ίσια λέγοντας : “Δε σκούπισες το στόμα σου από τη χθεσινοβραδινή σου δουλειά.”. Παρόλο που οι αξιωματικοί ήταν συνηθισμένοι με τη φρίκη του πεδίου της μάχης και οι χειρούργοι με τη φρίκη των χειρουργείων, όλοι τους ρίγησαν με το αποτρόπαιο αυτό θέαμα. Το αγόρι έπεσε λιπόθυμο σ’ εκείνο ακριβώς το σημείο. Βρίσκοντας το κουράγιο για να επιτελέσουν το αποτρόπαιο αυτό έργο τους, επιθεώρησαν το πτώμα από πιο κοντά και σύντομα κατάλαβαν ότι συνέβαινε πράγματι αυτό που φοβόντουσαν. Ήταν βρικόλακας. Έδειχνε μάλιστα σαν να μην είχε περάσει ούτε μια μέρα που ήταν νεκρός. Ακουμπώντας το πτώμα, το δέρμα έφυγε και από πίσω υπήρχε νέο δέρμα και νέα νύχια. Σκόρπισαν πάνω του σκόρδο και έμπηξαν στο σώμα του έναν πάσσαλο, αναγκάζοντάς τον να βγάλει μια άκρως διαπεραστική κραυγή καθώς ζεστό αίμα ανάβλυσε σαν σιντριβάνι.
Όταν η ανατριχιαστική αυτή επιχείρηση ολοκληρώθηκε, ξέθαψαν τα σώματα τεσσάρων άλλων ατόμων που είχαν πεθάνει μετά από επίθεση που τους έκανε ο Arnold. Τα πρακτικά δεν μας δίνουν λεπτομέρειες για την κατάσταση που τα βρήκαν. Ανέφεραν μόνο πως και σ΄ αυτά έμπηξαν πασσάλους από μουρτζιά και στη συνέχεια έκαψαν και τα πέντε πτώματα. Οι στάχτες τους τοποθετήθηκαν σε καθηγιασμένο έδαφος.»
Θα έλεγε κανείς πως τα μέτρα αυτά που πάρθηκαν θα έδιναν ένα τέλος στην υπόθεση των βρικολάκων στο χωριό. Δυστυχώς όμως αυτό δε συνέβη, πράγμα που δείχνει ότι ο αρχικός βρικόλακας από την Kostartsa πρέπει να ήταν εξαιρετικά σκοτεινής φύσεως. Σχεδόν έξι χρόνια μετά την αποτέφρωση του σώματος του Arnold, η «μόλυνση» χτύπησε ξανά και πολλοί άνθρωποι πέθαναν από απώλεια αίματος. Τα σώματά τους βρίσκονταν σε μια τρομακτικά αδύναμη και αναιμική κατάσταση. Αυτή τη φορά οι αρχές δε δίστασαν να πάρουν άμεσα μέτρα κι αποφάσισαν να εξετάσουν πλήρως όλους τους τάφους του νεκροταφείου το οποίο αφορούσαν οι υποψίες. Διάφοροι διακεκριμένοι χειρούργοι κλήθηκαν από το Βελιγράδι και μια εξονυχιστική έρευνα ξεκίνησε αποφέροντας τα πιο απίστευτα αποτελέσματα. Τα ιατρικά ανακοινωθέντα στα οποία ανακοινώθηκαν τα παρακάτω περιστατικά βαμπιρισμού υπογράφηκαν επίσημα στις 7 Ιανουαρίου του 1732 στη Meduegna από τρεις διακεκριμένους χειρούργους, τους Johannes Flickinger, Isaac Siedel και Johann Friedrich Baumgartner και συνυποφράφηκαν από τον αντισυνταγματάρχη και έναν υπολοχαγό του Βελιγραδίου.
Οι πιο αξιοσημείωτες περιπτώσεις ήταν οι ακόλουθες:
Μια γυναίκα με το όνομα Στάνα, 28 ετών, είχε πεθάνει πριν από τρεις μήνες, μετά από αρρώστια που κράτησε τρεις ημέρες και που ακολούθησε αμέσως μετά την εγκυμοσύνη της. Στο νεκρικό της κρεβάτι εξομολογήθηκε ότι είχε αλείψει το σώμα της με το αίμα ενός βρικόλακα ώστε να απελευθερωθεί η ίδια από την καταδίωξή του. Εντούτοις, εκείνη, όπως και το παιδί της, πέθαναν. Το μισό σώμα του παιδιού, εξαιτίας ενός βεβιασμένου και απρόσεκτου ενταφιασμού του, είχε γδαρθεί και καταβροχθιστεί από λύκους. Το σώμα της γυναίκας δεν το είχε αγγίξει η αποσύνθεση. Όταν ανοίχτηκε το στήθος βρέθηκε γεμάτο με φρέσκο αίμα και τα σπλάχνα ήταν υγιέστατα. Το δέρμα και τα νύχια και των δυο χεριών και ποδιών έλειπαν αλλά από κάτω έβγαιναν νέο δέρμα και νέα νύχια.
Μια γυναίκα με το όνομα Μιλίζα, είχε πεθάνει από κάποια αρρώστια που κράτησε τρεις μήνες. Το σώμα είχε θαφτεί πριν από περίπου εκατό ημέρες. Στο στήθος υπήρχε υγρό αίμα και τα έντερα ήταν εντελώς υγιή. Το πτώμα έδειχνε σύμφωνα με εκείνους που τη γνώριζαν πολύ πιο υγιές και πιο παχύ απ΄ ότι όταν εκείνη ζούσε.
Το σώμα ενός 8χρονου παιδιού που επίσης είχε ενταφιαστεί πριν από ενενήντα ημέρες. Βρισκόταν σε κατάσταση βαμπίρ.
Ένα παλικάρι 16 χρονών περίπου. Είχε θαφτεί πριν από ενενήντα ημέρες, ήταν ροδαλό και χαλαρό, ολότελα σε κατάσταση βαμπίρ.
Ένα 17χρονο αγόρι με το όνομα Ιωακείμ. Είχε πεθάνει μετά από μια σύντομη ασθένεια που κράτησε τρεις ημέρες και ήταν θαμμένο για 8 εβδομάδες και 4 ημέρες. Η χροιά του ήταν φρέσκια και το σώμα χωρίς καμιά αμφιβολία σε βαμπιρική κατάσταση.
Μια γυναίκα με το όνομα Ruscha. Είχε πεθάνει από κάποια αρρώστια που κράτησε δέκα ημέρες. Θάφτηκε πριν από έξι εβδομάδες. Φρέσκο και ζεστό αίμα βρέθηκε στο στήθος της.
Ένα δεκάχρονο κορίτσι που είχε πεθάνει πριν από δυο μήνες. Το σώμα βρισκόταν σε κατάσταση βαμπίρ και όταν τρυπήθηκε με πάσσαλο εκτοξεύτηκε μια μεγάλη ποσότητα ζεστού αίματος και γέμισε τον τάφο της.
Η γυναίκα ενός χωρικού με το όνομα Hadnuck , η οποία θάφτηκε πριν από 7 εβδομάδες. Επίσης το σώμα του μωρού της, οχτώ εβδομάδων, θαμμένο 21 ημέρες. Και τα δυο σώματα δεν είχαν υποστεί την παραμικρή αποσύνθεση.
Ένας υπηρέτης, ο Ραντ, 23 χρονών. Είχε ταλαιπωρηθεί για τρεις περίπου μήνες πριν πεθάνει. Το σώμα του, θαμμένο για 5 εβδομάδες δεν είχε ίχνος αποσύνθεσης.
Μια γυναίκα και ένα παιδί που θάφτηκαν πριν από πέντε εβδομάδες, τα σώματα των οποίων ήταν άθικτα και παρουσίαζαν όλα τα σημάδια του βαμπιρισμού.
Ένας άνδρας με το όνομα Στάνκο, αξιοσέβαστη και σημαντική προσωπικότητα του χωριού. Είχε πεθάνει πριν από έξι εβδομάδες στα εξήντα του. Στο στήθος και στην κοιλιά του βρέθηκε ποσότητα νέου αίματος, και ολόκληρο το σώμα του βρισκόταν σε κατάσταση βαμπίρ.
Ο Μίλοτς, 25 ετών. Το σώμα του που έφερε όλα τα στοιχεία βαμπιρισμού ήταν κάτω από τη γη έξι εβδομάδες τώρα.
Η Stanjoika, 20 χρονών. Πέθανε μετά από μια σύντομη ασθένεια τριών ημερών και θάφτηκε πριν από 15 ημέρες. Το πρόσωπό της ήταν άθικτο και ροδαλό. Τα χείλη της ήταν απαλά, χωρίς την κρύα σκληρότητα ενός πτώματος. Υπήρχε μια ποσότητα φρέσκου αίματος στο στήθος της. Τα σπλάχνα της ήταν γερά και υγιή. Το δέρμα της φρέσκο και όμορφο, όπως όταν ζούσε……..
Οι ιστορίες βαμπιρισμού υπάρχουν και πολλές φορές καταγράφονται φέρνοντας μνήμες του μακρινού αλλά και του πρόσφατου παρελθόντος στο σήμερα. Σίγουρα υπάρχουν πολύ περισσότερες που χάνονται πίσω από ένα πέπλο σιωπής και φόβου που δημιουργεί η ίδια η σκοτεινή φύση των τρομακτικών και αλλοπρόσαλλων συμβάντων. Αλλά δεν θα είναι ποτέ οι κλειδαμπαρωμένες πόρτες που θα σταματήσουν το κακό όσο αυτό σφραγίζει την παρουσία του, διαιωνίζει την ύπαρξη του, κυριεύει τις ψυχές και τα σώματα των αθώων θυμάτων του, έχοντας ένα χρώμα στο φόντο της κυριαρχίας του. Το κόκκινο. Το κόκκινο του αίματος….

Πηγή: www.supernatural.gr - www.newbrain.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου